επεξόδιος

επεξόδιος
ἐπεξόδιος, -ία, -ον (Α) [επέξοδος]
1. (για προετοιμασίες, θυσίες κ.λπ.)
αυτός που γίνεται κατά την εκστρατεία
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπεξόδια
θυσίες που γίνονταν πριν από την αναχώρηση τού στρατού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”